-
1 παρατατικός
A extending, continuing: χρόνος παρατατικός the imperfect, A.D.Synt.10.19, al.; π. διάθεσις, προφορά, ib.70.8, 262.16 ; incomplete, opp. συντελεστικός, S.E.M.10.91 : so in Adv. - κῶς, opp. συντελεστικῶς, Diod. ap. S.E.M.10.101.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατατικός
-
2 παράτασις
A extension or continuance of or in time, S.E.P.3.107, Ptol. Tetr.75 ; χρονικὴ π. Procl.Inst.50 ;ἐπιθυμία.. μετὰ προκοπῆς τινος καὶ παρατάσεως Stoic.3.96
; π. τοῦ ἐνεστῶτος continuance of the present, A.D.Synt.252.4 ; ἐν παρατάσει γενέσθαι τοῦ τρέχειν continue to run, ib.273.17 ;εἰ ἐν π. χρόνου τὸ εὐδαιμονεῖν Plot.1.5t
it. ; παρ' ὃ ἡ κίνησις τὴν π. ἔχει, of time, Id.3.7.8, cf. 3.6.17 ;τὸ ἀεί φαμεν παράτασιν ἔχειν Dam.Pr. 298
.b π. δοῦναί τισι grant them an extension of time for payment, PTeb.37.8 (i B. C., pl.).II Gramm., time of the tempus imperfectum (cf. παρατατικός), A.D.Synt.70.27, EM472.22, Eust.19.28 ; opp. ἐνεστὼς χρόνος, A.D.Adv.124.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράτασις
-
3 συντελεστικός
II Gramm., ὁ ς. (sc. χρόνος ) the tense of completion, viz. [tense] pf. and [tense] aor., opp. παρατατικός, S.E.M.10.91, 92.101. Adv. - κῶς ib. 101.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντελεστικός
См. также в других словарях:
παρατατικός — ή, ό / παρατατικός, ή, όν, ΝΜΑ [παρατείνω] 1. αυτός που παρατείνει, που επιφέρει παράταση ή αυτός που παρατείνεται, που συνεχίζεται 2. το αρσ. ως ουσ. ο παρατατικός γραμμ. παράγωγος από το θέμα τού ενεστώτα χρόνος τού ρήματος, ο οποίος ως προς… … Dictionary of Greek
παρατατικός — ή, ό 1. αυτός που συντελεί στην παράταση, αυτός που παρατείνει. 2. το αρσ. ως ουσ., χρόνος ρήματος που δηλώνει πράξη διαρκή στο παρελθόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Древнегреческий язык — Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα … Википедия
Древне-греческий язык — Древнегреческий язык Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα Страны: Восточное Средиземноморье Статус: классический Вымер … Википедия
Древнегреческий — язык Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα Страны: Восточное Средиземноморье Статус: классический Вымер … Википедия
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek